- λουμίνι
- το-ιού (λ. βενετ.), το φιτίλι του καντηλιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λουμίνι — το 1. φιτίλι καντηλιού 2. ο κάλυκας τού φυτού βαλλωτή, ο οποίος χρησιμοποιούνταν ως φιτίλι καντηλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lumin] … Dictionary of Greek
Βούδας — (Buddha). Με το όνομα αυτό αναφέρονται στις ινδικές παραδόσεις ξεχωριστά άτομα, τα οποία, αφού έχουν πετύχει την υπέρτατη πνευματική φώτιση (βόδα), αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μεταδώσουν στην ανθρωπότητα τη διδασκαλία για τη σωτηρία της (βούδας … Dictionary of Greek
lumină — LUMÍNĂ, lumini, s.f. I. 1. Radiaţie sau complex de radiaţii electromagnetice emise de corpuri incandescente (cu sau fără flacără) sau luminescente şi care impresionează ochiul omenesc; efectul acestei radiaţii. ♢ Lumină albă = lumină mijlocie a… … Dicționar Român